Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
View word page
καρτερός
strong, staunch, stout, sturdy
ShortDef
strong, staunch, stout, sturdy
Debugging
Headword:
καρτερός
Headword (normalized):
καρτερός
Headword (normalized/stripped):
καρτερος
IDX:
45213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45214
Key:
Data
{'content': 'strong, staunch, stout, sturdy'}