Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
View word page
καρτερόπονος
bearing labours stoutly

ShortDef

bearing labours stoutly

Debugging

Headword:
καρτερόπονος
Headword (normalized):
καρτερόπονος
Headword (normalized/stripped):
καρτεροπονος
IDX:
45212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45213
Key:

Data

{'content': 'bearing labours stoutly'}