Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
View word page
καρτεροπληγής
striking fiercely

ShortDef

striking fiercely

Debugging

Headword:
καρτεροπληγής
Headword (normalized):
καρτεροπληγής
Headword (normalized/stripped):
καρτεροπληγης
IDX:
45211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45212
Key:

Data

{'content': 'striking fiercely'}