Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
View word page
καρτερόθυμος
stout-hearted

ShortDef

stout-hearted

Debugging

Headword:
καρτερόθυμος
Headword (normalized):
καρτερόθυμος
Headword (normalized/stripped):
καρτεροθυμος
IDX:
45210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45211
Key:

Data

{'content': 'stout-hearted'}