Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
View word page
καρτεροβρόντης
thundering mightily

ShortDef

thundering mightily

Debugging

Headword:
καρτεροβρόντης
Headword (normalized):
καρτεροβρόντης
Headword (normalized/stripped):
καρτεροβροντης
IDX:
45209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45210
Key:

Data

{'content': 'thundering mightily'}