Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
View word page
καρτερικός
capable of endurance, patient
ShortDef
capable of endurance, patient
Debugging
Headword:
καρτερικός
Headword (normalized):
καρτερικός
Headword (normalized/stripped):
καρτερικος
IDX:
45207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45208
Key:
Data
{'content': 'capable of endurance, patient'}