Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
View word page
καρτέρημα
an act of patience

ShortDef

an act of patience

Debugging

Headword:
καρτέρημα
Headword (normalized):
καρτέρημα
Headword (normalized/stripped):
καρτερημα
IDX:
45204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45205
Key:

Data

{'content': 'an act of patience'}