Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
View word page
καρτερέω
to be steadfast, patient, staunch

ShortDef

to be steadfast, patient, staunch

Debugging

Headword:
καρτερέω
Headword (normalized):
καρτερέω
Headword (normalized/stripped):
καρτερεω
IDX:
45203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45204
Key:

Data

{'content': 'to be steadfast, patient, staunch'}