Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
View word page
καρτεραίχμας
with the valiant spear

ShortDef

with the valiant spear

Debugging

Headword:
καρτεραίχμας
Headword (normalized):
καρτεραίχμας
Headword (normalized/stripped):
καρτεραιχμας
IDX:
45202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45203
Key:

Data

{'content': 'with the valiant spear'}