Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
View word page
Ἆγις
Agis

ShortDef

Agis

Debugging

Headword:
Ἆγις
Headword (normalized):
ἆγις
Headword (normalized/stripped):
αγις
IDX:
451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-452
Key:

Data

{'content': 'Agis'}