Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
View word page
καρταίπους
larger cattle, beasts

ShortDef

larger cattle, beasts

Debugging

Headword:
καρταίπους
Headword (normalized):
καρταίπους
Headword (normalized/stripped):
καρταιπους
IDX:
45198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45199
Key:

Data

{'content': 'larger cattle, beasts'}