Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
View word page
κάρτα
very, very, much, extremely
ShortDef
very, very, much, extremely
Debugging
Headword:
κάρτα
Headword (normalized):
κάρτα
Headword (normalized/stripped):
καρτα
IDX:
45197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45198
Key:
Data
{'content': 'very, very, much, extremely'}