Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
View word page
κάρσιος
crosswise
ShortDef
crosswise
Debugging
Headword:
κάρσιος
Headword (normalized):
κάρσιος
Headword (normalized/stripped):
καρσιος
IDX:
45196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45197
Key:
Data
{'content': 'crosswise'}