Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
καρτερέω
View word page
καρρίον
covinnus
ShortDef
covinnus
Debugging
Headword:
καρρίον
Headword (normalized):
καρρίον
Headword (normalized/stripped):
καρριον
IDX:
45193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45194
Key:
Data
{'content': 'covinnus'}