Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμας
View word page
καρρικός
sufficient to fill a wagon
ShortDef
sufficient to fill a wagon
Debugging
Headword:
καρρικός
Headword (normalized):
καρρικός
Headword (normalized/stripped):
καρρικος
IDX:
45192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45193
Key:
Data
{'content': 'sufficient to fill a wagon'}