Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
View word page
Κάρραι
Carrhae, Haran

ShortDef

Carrhae, Haran

Debugging

Headword:
Κάρραι
Headword (normalized):
κάρραι
Headword (normalized/stripped):
καρραι
IDX:
45191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45192
Key:

Data

{'content': 'Carrhae, Haran'}