Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
View word page
καρπωτός
reaching to the wrist

ShortDef

reaching to the wrist

Debugging

Headword:
καρπωτός
Headword (normalized):
καρπωτός
Headword (normalized/stripped):
καρπωτος
IDX:
45190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45191
Key:

Data

{'content': 'reaching to the wrist'}