Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτα
καρταίπους
καρτάλαμον
View word page
κάρπωσις
use
ShortDef
use
Debugging
Headword:
κάρπωσις
Headword (normalized):
κάρπωσις
Headword (normalized/stripped):
καρπωσις
IDX:
45189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45190
Key:
Data
{'content': 'use'}