Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
κάρρων
View word page
κάρπωμα
fruit

ShortDef

fruit

Debugging

Headword:
κάρπωμα
Headword (normalized):
κάρπωμα
Headword (normalized/stripped):
καρπωμα
IDX:
45185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45186
Key:

Data

{'content': 'fruit'}