Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
καρρίον
κάρρον
View word page
καρπώδης
fruitful
ShortDef
fruitful
Debugging
Headword:
καρπώδης
Headword (normalized):
καρπώδης
Headword (normalized/stripped):
καρπωδης
IDX:
45184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45185
Key:
Data
{'content': 'fruitful'}