Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
καρρικός
View word page
καρπόω
to bear fruit

ShortDef

to bear fruit

Debugging

Headword:
καρπόω
Headword (normalized):
καρπόω
Headword (normalized/stripped):
καρποω
IDX:
45182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45183
Key:

Data

{'content': 'to bear fruit'}