Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
Κάρραι
View word page
καρποφύλαξ
watcher of fruit

ShortDef

watcher of fruit

Debugging

Headword:
καρποφύλαξ
Headword (normalized):
καρποφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
καρποφυλαξ
IDX:
45181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45182
Key:

Data

{'content': 'watcher of fruit'}