Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
View word page
καρποφόρος
fruit-bearing, fruitful

ShortDef

fruit-bearing, fruitful

Debugging

Headword:
καρποφόρος
Headword (normalized):
καρποφόρος
Headword (normalized/stripped):
καρποφορος
IDX:
45180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45181
Key:

Data

{'content': 'fruit-bearing, fruitful'}