Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
View word page
καρποφόρημα
fruit borne
ShortDef
fruit borne
Debugging
Headword:
καρποφόρημα
Headword (normalized):
καρποφόρημα
Headword (normalized/stripped):
καρποφορημα
IDX:
45178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45179
Key:
Data
{'content': 'fruit borne'}