Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
View word page
καρποφορέω
to bear fruit

ShortDef

to bear fruit

Debugging

Headword:
καρποφορέω
Headword (normalized):
καρποφορέω
Headword (normalized/stripped):
καρποφορεω
IDX:
45177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45178
Key:

Data

{'content': 'to bear fruit'}