Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
καρπύλη
καρπώδης
κάρπωμα
View word page
καρποφάγος
living on fruit
ShortDef
living on fruit
Debugging
Headword:
καρποφάγος
Headword (normalized):
καρποφάγος
Headword (normalized/stripped):
καρποφαγος
IDX:
45175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45176
Key:
Data
{'content': 'living on fruit'}