Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
καρποφύλαξ
καρπόω
View word page
καρποτόκος
bearing fruit

ShortDef

bearing fruit

Debugging

Headword:
καρποτόκος
Headword (normalized):
καρποτόκος
Headword (normalized/stripped):
καρποτοκος
IDX:
45172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45173
Key:

Data

{'content': 'bearing fruit'}