Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρποφόρος
View word page
καρποτοκέω
bear fruit
ShortDef
bear fruit
Debugging
Headword:
καρποτοκέω
Headword (normalized):
καρποτοκέω
Headword (normalized/stripped):
καρποτοκεω
IDX:
45170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45171
Key:
Data
{'content': 'bear fruit'}