Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
View word page
καρποτελής
bringing fruit to perfection, fruitful
ShortDef
bringing fruit to perfection, fruitful
Debugging
Headword:
καρποτελής
Headword (normalized):
καρποτελής
Headword (normalized/stripped):
καρποτελης
IDX:
45169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45170
Key:
Data
{'content': 'bringing fruit to perfection, fruitful'}