Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
View word page
καρποσπόρος
sowing fruit

ShortDef

sowing fruit

Debugging

Headword:
καρποσπόρος
Headword (normalized):
καρποσπόρος
Headword (normalized/stripped):
καρποσπορος
IDX:
45168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45169
Key:

Data

{'content': 'sowing fruit'}