Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
View word page
καρπός
fruit

ShortDef

fruit
the wrist

Debugging

Headword:
καρπός
Headword (normalized):
καρπός
Headword (normalized/stripped):
καρπος
IDX:
45166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45167
Key:

Data

{'content': 'fruit'}