Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
View word page
καρποποιός
making fruit

ShortDef

making fruit

Debugging

Headword:
καρποποιός
Headword (normalized):
καρποποιός
Headword (normalized/stripped):
καρποποιος
IDX:
45165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45166
Key:

Data

{'content': 'making fruit'}