Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
View word page
καρπομανής
running to fruit, luxuriant

ShortDef

running to fruit, luxuriant

Debugging

Headword:
καρπομανής
Headword (normalized):
καρπομανής
Headword (normalized/stripped):
καρπομανης
IDX:
45164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45165
Key:

Data

{'content': 'running to fruit, luxuriant'}