Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
καρποτρόφος
View word page
καρπολόχος
bearing fruit
ShortDef
bearing fruit
Debugging
Headword:
καρπολόχος
Headword (normalized):
καρπολόχος
Headword (normalized/stripped):
καρπολοχος
IDX:
45163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45164
Key:
Data
{'content': 'bearing fruit'}