Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρποτόκος
View word page
καρπολόγος
gathering fruit

ShortDef

gathering fruit

Debugging

Headword:
καρπολόγος
Headword (normalized):
καρπολόγος
Headword (normalized/stripped):
καρπολογος
IDX:
45162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45163
Key:

Data

{'content': 'gathering fruit'}