Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτοκέω
View word page
καρπολογέω
gather fruit

ShortDef

gather fruit

Debugging

Headword:
καρπολογέω
Headword (normalized):
καρπολογέω
Headword (normalized/stripped):
καρπολογεω
IDX:
45160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45161
Key:

Data

{'content': 'gather fruit'}