Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
καρποσπόρος
καρποτελής
View word page
καρποδότειρα
giver of fruit

ShortDef

giver of fruit

Debugging

Headword:
καρποδότειρα
Headword (normalized):
καρποδότειρα
Headword (normalized/stripped):
καρποδοτειρα
IDX:
45159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45160
Key:

Data

{'content': 'giver of fruit'}