Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός2
View word page
καρποδέσμιος
wearing a knee-halter

ShortDef

wearing a knee-halter

Debugging

Headword:
καρποδέσμιος
Headword (normalized):
καρποδέσμιος
Headword (normalized/stripped):
καρποδεσμιος
IDX:
45157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45158
Key:

Data

{'content': 'wearing a knee-halter'}