Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
View word page
καρπόδεσμα
chains for the arms, armlets
ShortDef
chains for the arms, armlets
Debugging
Headword:
καρπόδεσμα
Headword (normalized):
καρπόδεσμα
Headword (normalized/stripped):
καρποδεσμα
IDX:
45156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45157
Key:
Data
{'content': 'chains for the arms, armlets'}