Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
καρπομανής
View word page
καρπόγονος
bearing fruit
ShortDef
bearing fruit
Debugging
Headword:
καρπόγονος
Headword (normalized):
καρπόγονος
Headword (normalized/stripped):
καρπογονος
IDX:
45154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45155
Key:
Data
{'content': 'bearing fruit'}