Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
καρπολογία
καρπολόγος
καρπολόχος
View word page
καρπογονία
productiveness

ShortDef

productiveness

Debugging

Headword:
καρπογονία
Headword (normalized):
καρπογονία
Headword (normalized/stripped):
καρπογονια
IDX:
45153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45154
Key:

Data

{'content': 'productiveness'}