Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
καρπολογέω
View word page
καρπόβρωτος
with edible fruit

ShortDef

with edible fruit

Debugging

Headword:
καρπόβρωτος
Headword (normalized):
καρπόβρωτος
Headword (normalized/stripped):
καρποβρωτος
IDX:
45150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45151
Key:

Data

{'content': 'with edible fruit'}