Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
καρπόδεσμος
καρποδότειρα
View word page
καρποβάλσαμον
the fruit of the balsam

ShortDef

the fruit of the balsam

Debugging

Headword:
καρποβάλσαμον
Headword (normalized):
καρποβάλσαμον
Headword (normalized/stripped):
καρποβαλσαμον
IDX:
45149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45150
Key:

Data

{'content': 'the fruit of the balsam'}