Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρποδέσμιος
View word page
καρπιστής
emancipator

ShortDef

emancipator

Debugging

Headword:
καρπιστής
Headword (normalized):
καρπιστής
Headword (normalized/stripped):
καρπιστης
IDX:
45147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45148
Key:

Data

{'content': 'emancipator'}