Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρπασος
καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
View word page
καρπισμός2
vindiciae

ShortDef

exhaustion
vindiciae

Debugging

Headword:
καρπισμός2
Headword (normalized):
καρπισμός
Headword (normalized/stripped):
καρπισμος2
IDX:
45146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45147
Key:

Data

{'content': 'vindiciae'}