Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρπάσινος
Καρπάσιον
καρπάσιον
κάρπασος
καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
View word page
κάρπιμος
fruit-bearing, fruitful

ShortDef

fruit-bearing, fruitful

Debugging

Headword:
κάρπιμος
Headword (normalized):
κάρπιμος
Headword (normalized/stripped):
καρπιμος
IDX:
45143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45144
Key:

Data

{'content': 'fruit-bearing, fruitful'}