Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
Καρπάσιον
καρπάσιον
κάρπασος
καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρπόβρωτος
View word page
καρπήσιον
an aromatic plant, Valeriana Dioscoridis

ShortDef

an aromatic plant, Valeriana Dioscoridis

Debugging

Headword:
καρπήσιον
Headword (normalized):
καρπήσιον
Headword (normalized/stripped):
καρπησιον
IDX:
45140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45141
Key:

Data

{'content': 'an aromatic plant, Valeriana Dioscoridis'}