Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
Καρπάσιον
καρπάσιον
κάρπασος
καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
καρπιστικός
View word page
κάρπευμα
fruit
ShortDef
fruit
Debugging
Headword:
κάρπευμα
Headword (normalized):
κάρπευμα
Headword (normalized/stripped):
καρπευμα
IDX:
45138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45139
Key:
Data
{'content': 'fruit'}