Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
Καρπάσιον
καρπάσιον
κάρπασος
καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
καρπιστής
View word page
καρπεία
usufruct, enjoyment

ShortDef

usufruct, enjoyment

Debugging

Headword:
καρπεία
Headword (normalized):
καρπεία
Headword (normalized/stripped):
καρπεια
IDX:
45137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45138
Key:

Data

{'content': 'usufruct, enjoyment'}