Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάρουρα
καροῦχα
καροφόρος
καρόω
Κάρπαθος
καρπαία
καρπάλιμος
καρπάσινος
Καρπάσιον
καρπάσιον
κάρπασος
καρπεία
κάρπευμα
καρπεύω
καρπήσιον
καρπίζω
καρπίζω2
κάρπιμος
κάρπιον
καρπισμός
καρπισμός2
View word page
κάρπασος
flax, Linum usitatissimum

ShortDef

flax, Linum usitatissimum

Debugging

Headword:
κάρπασος
Headword (normalized):
κάρπασος
Headword (normalized/stripped):
καρπασος
IDX:
45136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45137
Key:

Data

{'content': 'flax, Linum usitatissimum'}